- ζαρωμένος
- [заромэнос] εκ. смятый, скомканный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
έξουρος — ἔξουρος, ον (Α) [ουρά] 1. αυτός που καταλήγει σε σχήμα ουράς 2. ζαρωμένος … Dictionary of Greek
γεροντιασμένος — η, ο ζαρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεροντιάζω < γεροντιώ] … Dictionary of Greek
ζαρομπασμένος — η, ο καχεκτικός, ζαρωμένος, αρρωστιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρα + μπασμένος, μτχ. τού μπάζω (< αρχ. εμ βάζω) «εισάγω»] … Dictionary of Greek
ζαρώνω — (Μ ζαρώνω) 1. αποκτώ ρυτίδες, ρυτιδώνομαι («ζάρωσε το πρόσωπό του») 2. κάνω κάτι να ζαρώσει, πτύσσω, τσαλακώνω 3. μαζεύομαι, συρρικνούμαι από φόβο, ντροπή ή ψύχος νεοελλ. 1. φρ. «ζαρώνω τα φρύδια» συνοφρυώνομαι, δυσφορώ 2. (μτχ. μέσ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
καταπτήσσω — και καταπτώσσω (AM) 1. κάθομαι συνεσταλμένος, μαζεμένος από φόβο, ζαρώνω 2. δεν εμφανίζομαι από φόβο, δεν εκδηλώνομαι από δειλία 3. είμαι φοβισμένος από κατάπληξη, εκπλήττομαι 4. κρύβω τον εαυτό μου, μένω ζαρωμένος κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + … Dictionary of Greek
καταρρικνούμαι — καταρρικνοῡμαι, όομαι (Α) ζαρώνω, καμπουριάζω τελείως («σώματα καταρρικνωθέντα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥικνοῦμαι (< ῥικνός «ζαρωμένος, καμπουριασμένος»] … Dictionary of Greek
κατεπτηχότως — (Α) επίρρ. με πολύ φόβο, καταφοβισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατεπτηχώς, ότος τού καταπτήσσω «κάθομαι ζαρωμένος, φοβισμένος»] … Dictionary of Greek
μούμια — η 1. (αρχαιολ. εθνολ.) σώμα ανθρώπου ή ζώου που έχει ταριχευθεί ή έχει υποστεί κατάλληλη επεξεργασία για ενταφιασμό, σύμφωνα με τη μέθοδο τών αρχαίων Αιγυπτίων 2. άνθρωπος ζαρωμένος και άσχημος 3. (για δήλωση πλήρους ακινησίας) στήλη άλατος,… … Dictionary of Greek
ρακόεις — έσσα, εν, Α 1. ο όμοιος με κουρέλι ή ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος 2. μτφ. ο γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
ρακώδης — –ες / ῥακώδης, ῶδες, ΝΜΑ [ῥάκος] γεμάτος ράκη, κουρελιασμένος («χιτωνίσκος ῥακώδης», Δίων Κάσσ.) αρχ. γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος («ῥυτίδες καὶ θρὶξ πολιὴ καὶ σῶμα ῥακῶδες», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ρικνήεις — εσσα, εν, Α ρικνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥικνός «ζαρωμένος, κυρτός» + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek